- διχορία
- η (AM διχορία)1. η διαίρεση τού χορού σε δύο ημιχόρια2. η χρησιμοποίηση και δεύτερου χορού σε τραγωδία ή κωμωδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχορία — διχορίᾱ , διχορία division of a chorus into two parts fem nom/voc/acc dual διχορίᾱ , διχορία division of a chorus into two parts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχορίας — διχορίᾱς , διχορία division of a chorus into two parts fem acc pl διχορίᾱς , διχορία division of a chorus into two parts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχορίαν — διχορίᾱν , διχορία division of a chorus into two parts fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιχόριο — Στην αρχαία τραγωδία και κωμωδία, ονομασία για το μισό τμήμα του χορού. Κανονικά, ο χορός εμφανιζόταν στα αρχαία έργα ως αδιαίρετο σύνολο, υπάρχουν όμως και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ανώτεροι λόγοι της δράσης επέβαλαν τον χωρισμό του σε δύο … Dictionary of Greek